Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 1994

Προς τους αναγνώστες


Φύλλο 19-20  Δεκέμβριος 1994- Ιανουάριος 1994
Προς τους αναγνώστες
-«Επιστρέφονται τα φύλλα της Εφημερίδας. Από πολλών ετών είμαστε μέλη άλλο συλλόγου. Κάθε προσπάθεια καλή» λέει το σημείωμα.
-«Δεν θέλουμε να μας ξαναστείλετε την εφημερίδα» λέει η φωνή.
-«Σύμφωνοι. Μπορείτε σας παρακαλώ, να μας πείτε το λόγο; Υπάρχει κάτι που σας ενοχλεί σ’ αυτά που γράφουμε; Κάπου διαφωνείτε; Μπορείτε να μας κάνετε ένα σχόλιο»;
-«Καλή είναι αλλά δεν θέλω να γίνω συνδρομητής».
-«Μήπως είναι οικονομικό το θέμα; Ξέρετε, κοστίζει μόνο 2.000 δρχ. το χρόνο».
-«Για μένα, κύριέ μου, και αυτά πολλά είναι. Η σύνταξή μου είναι τόσο μικρή που δε μας φθάνει ούτε να φάμε, που λέει ο λόγος».
-«Εάν είναι τόσο τραγικές οι οικονομικές σας συνθήκες και αν σας ενδιαφέρει η εφημερίδα, μπορούμε να σας τη στέλνουμε χωρίς να πληρώνετε. Εντάξει;»
-«Εντάξει, ευχαριστώ πολύ».
Άλλο τηλεφώνημα:
-«Εσείς βγάζετε μία εφημερίδα;».
-«Μάλιστα κύριε».
-«Δεν θέλω να μου την ξαναστείλετε».
-«Μάλιστα. Μπορείτε να μας πείτε το λόγο, παρακαλώ;».
-«Δεν έχω να σας πω κανένα λόγο, με το ζόρι θα με κάνετε συνδρομητή; Δεν θέλω, το καταλαβαίνετε;».
Και το τρίτο τηλεφώνημα:
-«Εκεί εφημερίδα «Πόρτο Ράφτη  το Λιμάνι της Μεσογαίας;».
-«Μάλιστα, κυρία μου».
-«Ακούστε σας παρακαλώ. Δεν θα θέλαμε να μας ξαναστείλετε άλλη φορά την εφημερίδα».
-«Δε σας ενδιαφέρουν τα προβλήματα του Πόρτο Ράφτη;»
-«Πως,  πως. Εμείς είμαστε από πολλά χρόνια εδώ».
-«Τότε γιατί δεν θέλετε την εφημερίδα;».
-«Να, ξέρετε, εμείς δεν την διαβάζουμε».
-«Δεν διαβάζετε γενικά ή μόνο αυτή την συγκεκριμένη εφημερίδα;».
-«Όχι, αλλά να, ο άνδρας μου της ρίχνει καμιά ματιά, κάπου-κάπου».
-«Τι λέει, πως τι βρίσκει;».
-«Καλή είναι».
-«Τότε γιατί δεν τη θέλετε;».
-«Πόσα θα πληρώσουμε;».
-«Δύο χιλιάδες δραχμές το χρόνο».
-«πω, πω. Πολλά είναι. Να, ξέρετε έχουμε έξοδα, φτιάχνουμε και το σπίτι τώρα…».
                Αυτές είναι οι πιο χαρακτηριστικές αντιδράσεις από εκείνους τους λίγους που μας επιστρέφουν την εφημερίδα σε σχέση με τις 10.000 περίπου που στέλνουμε.
                Δεν θέλουμε σ’ αυτό το σημείωμα να ευχαριστήσουμε τα χιλιάδες ειλικρινά συγχαρητήρια που φθάσανε αυτά τα δύο χρόνια στη σύνταξη. Θέλουμε να σχολιάσουμε τ’ αρνητικά.
1.- Στην ομάδα των συμπολιτών μας που μας την επιστρέφουν επειδή ανήκαν σε άλλο σύλλογο, έχουμε δύο λόγια μόνο.
                Η εφημερίδα αυτή ΔΕΝ είναι δελτίο του Εξωραϊστικού Συλλόγου Πανοράματος που είχε την τιμή να πάρει την πρωτοβουλία για την έκδοσή της. Διαπραγματεύεται προβλήματα που αφορούν όλους τους Πορτοραφτιώτες και απευθύνεται σε όλους τους πολίτες της περιοχής. ΔΕΝ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ το Σύλλογό μας και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει οποιοσδήποτε, επειδή πιστεύει ότι το Πόρτο Ράφτη δεν είναι υπόθεση ενός συλλόγου αλλά ΟΛΩΝ των συλλόγων και όλων των πολιτών που δεν ανήκουν σε συλλόγους και αυτοί είναι οι περισσότεροι.
                Μέσα απ’ αυτή την εφημερίδα μπορούν, χωρίς λογοκρισία, να εκφραστούν όλοι επειδή χρειαζόμαστε τις ιδέες και τη συμμετοχή ΟΛΩΝ.
                Το έχουμε γράψει πολλές φορές, ότι οι στήλες της εφημερίδας είναι ανοιχτές σε όλους τους συλλόγους. Η συντακτική επιτροπή, αυτή τη στιγμή (και είναι πάντα ανοιχτή), αποτελείται από άτομα που μένουν σε διαφορετικές γειτονιές του Πόρτο Ράφτη κι όχι μόνο στο Πανόραμα.
                Η έκδοση μιας μηνιαίας οκτασέλιδης χρωματιστής εφημερίδας που εκδίδεται δύο χρόνια τώρα από ανθρώπους που δουλεύουν τελείως αφιλοκερδώς και που στέλνεται σε 10.000 σπίτια, ΔΕΝ είναι ΜΟΝΟ μία «ΚΑΛΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ», όπως λένε οι φίλοι μας, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΘΛΟΣ.
                Αυτή, όμως, η γενική αδιαφορία σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας εκτός απ’ το… σπιτάκι μας είναι σημείο των καιρών. Και το πιο σημαντικό. Οι αναγνώστες αυτής της κατηγορίας υποστήριζαν ότι επειδή ανήκουν σε άλλο σύλλογο ΔΕΝ θέλουν να διαβάζουν αυτή την εφημερίδα!  Προς Θεού, αγαπητοί φίλοι. Είναι δυνατόν με τέτοια νοοτροπία να αναπτύξουμε δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης, ενότητας και κοινού αγώνα για ένα καλύτερο Πόρτο Ράφτη; Δεν διαπιστώσατε στον προεκλογικό αγώνα ποιος είναι ο αντίπαλός μας; Στην περιοχή μας βγαίνουν δύο εφημερίδες. Η «φωνή του ΠΟΡΤΟ ΡΑΦΤΗ» και η δική μας. Αυτές οι δύο εφημερίδες και άλλες αν βγουν θα πρέπει να κριτικάρονται και να σχολιάζονται. Θα πρέπει να έχουν τη συμπαράσταση και τη βοήθεια όλων μας,  διότι μία περιοχή  χωρίς έντυπα μέσα, χωρίς επικοινωνία και διαπάλη ιδεών, δεν μπορεί να αποκτήσει την κοινωνική της ταυτότητα.
2.- Στην ομάδα των ανθρώπων που μας προσάπτουν την κατηγορία της αποστολής της εφημερίδας, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους, θα θέλαμε να τους πούμε μόνο δύο κουβέντες:
                Κατανοούμε τις διαφορετικές αντιδράσεις των ανθρώπων σε κάτι που παίρνουν
                Άλλοι χαίρονται και το θεωρούν κολακευτικό. Άλλοι αντιδρούν με μία ενστικτώδη αμυντική κίνηση και το κοιτάζουν με καχυποψία. Πιστέψτε μας, όμως, αγαπητοί φίλοι. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με 10.000 ανθρώπους και να πούμε: «Μας συγχωρείτε, μπορούμε να σας στείλουμε δωρεάν μία εφημερίδα;».
3.- Όσο για εκείνους που χτίζουν ή βελτιώνουν τα σπίτια τους και αδυνατούν να δώσουν τη συνδρομή των 2.000 δρχ., ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ. Κάποιοι φίλοι μας κατηγορούν που στέλνουμε ανθρώπους για να εισπράξουμε τη συνδρομή.
                Νομίζουμε ότι είναι ένας καλός τρόπος και μία επαφή με τους αναγνώστες. Σήμερα ο «Πελάτης» έχει ανάγκη από επίσκεψη, από ενημέρωση. Δύσκολα έρχεται στο «μαγαζί». Δύσκολα πάει να στηθεί στην ουρά της Τράπεζας. Σου ζητάει να βρεις εσύ τρόπο για να εισπράξεις τη συνδρομή. ΠΟΥ ΤΟ ΚΑΚΟ σε αυτό τη στιγμή που η εφημερίδα διανέμεται δωρεάν. Και κάτι τελευταίο. Τόσο τα μέλη του Συλλόγου όσο και οι απλοί αναγνώστες, όλοι πληρώνουν την ίδια συνδρομή. Δύο χιλιάδες δραχμές το χρόνο. Είναι ένα μικρό ποσό που δεν θα φτωχύνει το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Θα αποτελέσει, όμως, μία μεγάλη ΠΡΟΣΦΟΡΑ στην υπόθεση για ένα καλύτερο Πόρτο Ράφτη, όπου θα αποφασίζουν για τον εαυτό τους οι κάτοικοι και οι οικιστές του. ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΣΙΓΟΥΡΟΙ. Οι τελευταίες δημοτικές εκλογές ήταν η αρχή μιας νέας πορείας.
Καλές γιορτές και να’στε καλά.
Η ελευθερία της εργασίας και η συνταξιοδότηση
                Η προβληματική που ακολουθεί  είναι αποτέλεσμα σκέψεων και συλλογισμών που μου γεννήθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια που βγαίνει αυτή η εφημερίδα. Οι παρέες μου, οι συνεργασίες και οι συζητήσεις με συνταξιούχους αποτέλεσαν το ερέθισμα αυτού του άρθρου. Ιδίως σε περιοχές  δεύτερης  κατοικίας, παρατηρεί κανείς, μεγάλο πληθυσμό «απόμαχων» της εργασίας, που διαθέτουν δυναμισμό και όρεξη για να «κάνουν κάτι». Δεν μιλούμε, φυσικά, για νέους συνταξιούχους, κυρίως γυναίκες, που αισθάνονται σαν «θηρία σε κλουβί».
                Κατά τη γνώμη μου, κανένας δεν θα έπρεπε να συνταξιοδοτείται υποχρεωτικά. Ούτε στα πενήντα πέντε του χρόνια ούτε στα εξήντα πέντε του, πιστεύω, ότι όλοι οι άνθρωποι που πρέπει να εργάζονται, εφόσον το επιθυμούν, έχουν τη δύναμη και τις ικανότητες, είναι υγιείς και δημιουργικοί. Οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς, οι μουσικοί, οι ποιητές, δεν πάνε σε σύνταξη, δουλεύουν μέχρι τα πρόθυρα του θανάτου. Ο Γκαίτε, ο Βέρντι, ο Τολστόι, ο Πικάσο, ο Ντε Γκολ, δεν πήγαν σε σύνταξη. Δεν πήγε ο Τσαρούχης, δεν σκέφτεται, φυσικά να πάει ο Θεοδωράκης, ο Παπανδρέου ή ο Καραμανλής. Πολλοί φιλόσοφοι πεθάνανε με την πένα στο χέρι ξεπερνώντας τα ενενήντα τους χρόνια. (Όπως και οι ψυχαναλυτές).
                Η σύνταξη μπήκε στη ζωή των ανθρώπων όταν ο μέσος όρος ηλικίας των ανδρών ήταν γύρω στα σαράντα και των γυναικών ακόμα μικρότερη. Όταν οι συνθήκες εργασίας ήταν πολύ πιο δύσκολες και η δουλειά πιο βαριά. Όταν οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, οι άρρωστοι και οι ανήμποροι δεν διέθεταν κανένα μέσον για να ζήσουν.
                Σήμερα, όμως, ο μέσος όρος ζωής των ανθρώπων άλλαξε. Των γυναικών ξεπέρασε τα ογδόντα χρόνια και των ανδρών τα εβδομήντα τρία. Οι όροι αντιστράφηκαν, οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες.
                Πέρασε η εποχή που η γυναίκα γερνούσε στα τριάντα της, εξαντλημένη απ’ τα πολλά παιδιά που γεννούσε και απ’ τη σκληρή δουλειά που έκανε.
                Σήμερα τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες μπορούν να διατηρούν, εάν οι ίδιοι το θέλουν, ένα σώμα νεότητας μέχρι τα εξήντα τους και παραπάνω.
                Η κοινωνία μας, όμως, λειτουργεί με απάνθρωπους μηχανισμούς. Αφήνει τους νέους εκτός αγοράς εργασίας μέχρι τα είκοσι πέντε τους χρόνια (θα είναι τυχεροί όσοι μετά βρουν δουλειά), δημιουργώντας έτσι μία τεράστια ανεργία νεότητας. Ταυτόχρονα διώχνει τους ηλικιωμένους απ’ την εργασία τους αδιαφορώντας εάν διατηρούν ακόμα ακμαίες τις δυνάμεις τους.
                Με αυτόν τον τρόπο, στις σημερινές Ευρωπαϊκές Χώρες, αλλά και στην Αμερική και στην Ιαπωνία, παρατηρούμε το εξής παράδοξο φαινόμενο. Ένα άτομο δουλεύει με εντατικούς ρυθμούς τόσο έξω στην κοινωνία, αλλά και μέσα στο σπίτι με τα παιδιά, ένα ηλικιακό διάνυσμα από τα τριάντα μέχρι τα πενήντα πέντε του χρόνια. Δηλαδή, ένα 40% του πληθυσμού παράγει εισόδημα για να συντηρείται το άλλο 60%.
                Δεν μπορεί μία κοινωνία να προοδεύσει και να δημιουργήσει εκείνα τα πνευματικά και υλικά αγαθά που θα έδιναν τη δυνατότητα στα μέλη της να ζήσουν ισότιμα και δίκαια όταν δεν χρησιμοποιεί το 60% του ανθρώπινου δυναμικού της.
                Η πολιτεία θα έπρεπε να μπορούσε να εξασφαλίσει γενική υποχρεωτική παιδεία σε ΟΛΟΥΣ μέχρι τα δέκα οκτώ τους χρόνια. Κατόπιν κατά τη διάρκεια του Πανεπιστημίου θα έπρεπε να υπήρχαν οι δυνατότητες κάποιας εργασίας στους φοιτητές, που από  την μία πλευρά θα τους έδινε κάποιο μικρό εισόδημα για τα έξοδα των σπουδών τους, αλλά και από την άλλη θα τους εξοικείωνε με την εργασία δίδοντάς τους ερεθίσματα για μία ενεργητική σχέση, διδασκόντων και διδασκομένων για επαλήθευση της γνώσης που μεταδίδει το Πανεπιστήμιο.
                Στην αγορά εργασίας οι εργαζόμενοι όταν φθάνουν σε κάποια ηλικία, θα πρέπει να περνάνε σε πιο  ελαφρές δουλειές, με λιγότερες ώρες απασχόλησης, με περισσότερες διακοπές, με μικρότερες αποδοχές, αλλά και δεν θα πρέπει να φθάνουν ποτέ τις σημερινές συντάξεις πείνας. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να διατηρούν τον βαθμό της υπηρεσίας τους και τον σεβασμό και την αξιοπρέπειά τους. Το πραγματικό πρόβλημα του σύγχρονου κόσμου είναι η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη.
                Ένας εργάτης, ένας υπάλληλος, ένας βιοτέχνης, ένας επιστήμονας, δεν γερνούν επειδή προσθέτουν κάποιο χρόνο παραπάνω στην ηλικία τους, αλλά επειδή οι εργασίακές τους σχέσεις είναι αλλοτριωτικές και τους καθιστούν παθητικά όντα. Δεν μπορούν να ανανεωθούν, δεν έχουν τη δυνατότητα να μελετήσουν καινούργια πράγματα, να εμβαθύνουν σ’ αυτά που κάνουν, να ξέρουν γιατί και για ποιόν τα κάνουν;
                Πολλοί, ακόμα και σήμερα, πιστεύουν ότι ο άνθρωπος έχει την ικανότητα της μάθησης μέχρι τα 20-25 χρόνια.
                Δεν είναι αλήθεια. Μπορούμε να μάθουμε και στα ογδόντα μας. Όπως όλα τα πράγματα στη φύση έτσι και εμείς δεν μένουμε ίδιοι, όπως ήμασταν. Η αύξηση του μέσου όρου ζωής έδωσε μεγαλύτερη διάρκεια και εναλλακτικότητα στις διάφορες στάσεις ζωής μας. Μαθαίνουμε περισσότερα πράγματα, ωριμάζουμε περισσότερο, αναπτύσσουμε καινούργια γούστα, ανακαλύπτουμε καινούργιες αγάπες, καινούργιες επιθυμίες. Σήμερα, μπορεί να συμβεί σε όλους μας αυτό που πιστεύαμε ότι ήταν προνόμιο μόνο των καλλιτεχνών. Μπορούμε, δηλαδή, σε οποιαδήποτε ηλικία να περάσουμε φάσεις ζωτικές, δημιουργικές. Να εκφράσουμε ιδέες, προφορικά ή γραπτά, που ποτέ δεν το φανταζόμασταν ότι μπορούσαμε να το κάνουμε.
                Μπορούμε να περάσουμε φάσεις ανανέωσης και αναγέννησης που μπορούν να μας εκπλήξουν . Αρκεί να μας δοθεί η ευκαιρία και να το θελήσουμε. Η εφημερίδα δημιουργήθηκε και γι’ αυτό το λόγο. Να ενεργοποιηθούν δημιουργικές πνευματικές και υλικές δυνάμεις, ανεξαρτήτως ηλικίας.
                Παρατηρείται σήμερα όχι μόνο στο Πόρτο Ράφτη, αλλά σε όλες τις περιοχές δεύτερης κατοικίας, μακριά από την πόλη, ένα παράδοξο φαινόμενο. Συνταξιούχοι, άνθρωποι που μια ζωή έκαναν μόνο πνευματική εργασία, τώρα που οι φυσικές τους δυνάμεις είναι λιγότερες, καταπιάνονται μόνο με χειρονακτική εργασία. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτή την αντίφαση.
                Η χειρονακτική εργασία είναι σημαντική για την ενεργοποίηση της ζωτικής ενέργειας που ρέει στο σώμα μας. Ο άνθρωπος, όμως, δεν είναι μονόπλευρος. Στη ζωή μας αναπτύσσουμε  μόνο ένα ελάχιστο μέρος των ικανοτήτων μας και των δημιουργικών μας δυνατοτήτων. Αφήνουμε τον εαυτό μας να καταβάλλεται από την καθημερινότητα, από την παθητικότητα που επιβάλουν τα media, απ’ την συνήθεια, από την αδράνεια και τεμπελιά. Ξεχνάμε ότι  ο νους διατηρείται νέος μόνο όταν αντιμετωπίζει καινούργια προβλήματα, όταν καλλιεργείται, όταν δέχεται καινούργια ερεθίσματα, καινούργιες προκλήσεις.
Όλα αυτά για να μην  ξεχνάμε και πάλι ότι το πνεύμα δεν γερνάει.